ηγαθεος

ηγαθεος
    ἠγάθεος
    ἠγά-θεος
    дор. Pind. ἀγάθεος 3
    (ᾰθ) целиком посвященный божеству, священнейший
    

(Πύλος, Λῆμνος, Νυσήϊον Hom.; Πυθών Hes.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ηγαθεος" в других словарях:

  • ηγάθεος — ἠγάθεος, έη, ον, δωρ. τ. άγάθεος (Α) (για τόπους που βρίσκονται κάτω από την προστασία θεών) πολύ θείος, πολύ ιερός, αγιότατος («ἠγάθεος Πύλος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό πρόθημα αγα * + θεός, με μετρική έκταση τού αρχικού α] …   Dictionary of Greek

  • ἠγάθεος — most holy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠγαθέων — ἠγάθεος most holy fem gen pl ἠγάθεος most holy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠγάθεον — ἠγάθεος most holy masc acc sg ἠγάθεος most holy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠγαθέη — ἠγάθεος most holy fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠγαθέην — ἠγάθεος most holy fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠγαθέης — ἠγάθεος most holy fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠγαθέοιο — ἠγάθεος most holy masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠγαθέοις — ἠγάθεος most holy masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠγαθέοισι — ἠγάθεος most holy masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠγαθέοισιν — ἠγάθεος most holy masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»